πλάγξ'

πλάγξ'
πλάγξαι , πλάζω
turn aside
aor imperat mid 2nd sg
πλάγξαι , πλάζω
turn aside
aor inf act
πλάγξα , πλάζω
turn aside
aor ind act 1st sg (homeric ionic)
πλάγξε , πλάζω
turn aside
aor ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πλάζω — (I) Α (ποιητ. τ.) 1. κάνω κάποιον να περιπλανάται, τόν εκτρέπω από τον δρόμο του και από τον σκοπό του, παραστρατίζω (α. «ἀλλά με δαίμων πλάγξ ἀπὸ Σικανίης δεῡρ ἐλθέμεν», Ομ. Οδ. β. «Σκύρου μὲν ἅμαρτεν, ἵκοντο εἰς Ἐφύραν πλαγχθέν τες», Πίνδ.) 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”